- κωμῳδιογράφου
- κωμῳδιογράφοςcomic writermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλκίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρόξενος των Σπαρτιατών στο Άργος το 418 π.Χ. Έπεισε τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να δεχτεί τετράμηνη ανακωχή με τους Αργείους. Την ανακωχή όμως την παραβίασαν σύντομα οι Αργείοι. 2. Αθηναίος ρήτορας (3ος ή 2ος αι. π … Dictionary of Greek
καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1790 – Πάτρα 1853). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δημητρίου Κ. Χατζή Ασλάνη. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, προπάντων όμως έγινε γνωστός ως κωμωδιογράφος και… … Dictionary of Greek
Γκότσι, Κάρλο — (Carlo Gozzi, Βενετία 1720 – 1806). Ιταλός λόγιος. Μαζί με τον αδελφό του Γκασπάρο και άλλους Βενετσιάνους αριστοκράτες ίδρυσε το 1747 την αντιδραστική Accademia dei Graneleschi με αρχαΐζουσες τάσεις. Το 1757 άρχισε άγρια πολεμική εναντίον του… … Dictionary of Greek
Γνάθαινα — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναία εταίρα. Ήταν φίλη του κωμωδιογράφου Δίφιλου, γνωστή για την ομορφιά, την εξυπνάδα και τη μόρφωσή της. Ο Δίφιλος παρουσίασε στη σκηνή τους έρωτές του μαζί της, ενώ η Γ. ασκούσε αυστηρότατη κριτική στα έργα του. Οι σύγχρονοί … Dictionary of Greek
Κουρτελίν, Ζορζ — (Georges Courteline, Τουρ 1858 – Παρίσι 1929). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ζορζ Βικτόρ Μαρσέλ Μουανό (Georges Victor Marcel Moinaux). Ήταν γιος του μυθιστοριογράφου και κωμωδιογράφου Ζιλ Μουανό. Από προσωπικές του εμπειρίες άντλησε … Dictionary of Greek